βίδρα

βίδρα
η зоол, выдра

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βίδρα" в других словарях:

  • βίδρα — Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών ή ικτιδιδών. Το σώμα της, που απολήγει σε μια δυνατή κωνική ουρά, μπορεί να φτάσει σε μήκος το 1,5 μ. και βάρος τα 12 κιλά. Τα κοντά της πόδια έχουν πέντε δάχτυλα, ενωμένα κατά τα τρία τέταρτα… …   Dictionary of Greek

  • βίδρα — η ζώο θηλαστικό της οικογένειας Μουστελίδες, η ενυδρίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ένυδρις — ἔνυδρις και ἐνυδρίς, η (AM) 1. υδρόβιο σαρκοφάγο θηλαστικό, κν. βίδρα ή φώκια τής θάλασσας 2. νεροφίδα …   Dictionary of Greek

  • ένυδρος — Χαρακτηρισμός χημικής ένωσης. Πρόκειται κυρίως για άλατα ή και κρυσταλλικές μορφές αερίων σε χαμηλές θερμοκρασίες και πιέσεις που στη δομή τους περιλαμβάνονται μόρια νερού. Η δομή των σωμάτων αυτών μεταβάλλεται ριζικά με την απομάκρυνση του νερού …   Dictionary of Greek

  • ενύδριος — ἐνύδριος, ον (AM) ένυδρος*, αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε νερά μσν. το αρσ. ως ουσ. είδος υδρόβιου θηλαστικού, κν. βίδρα. επίρρ... ἐνυδρίως ενύδρως, μέσα στο νερό …   Dictionary of Greek

  • λουτρ — το 1. δέρμα λούτρας καθώς και γούνα φτιαγμένη από αυτό το ζώο 2. ύφασμα κατ απομίμηση δοράς τού ζώου αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loutre «βίδρα»] …   Dictionary of Greek

  • ποταμόσκυλο — το, Ν ζωολ. το θηλαστικό ενυδρίδα, αλλ. βίδρα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Λάππα — Στο Κέντρο Πληροφόρησης της λιμνοθάλασσας Κοτυχίου και του δάσους της Στροφυλιάς, που λειτουργεί από το 1998 στο χωριό Λάππας, σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από τον πυρήνα του υγρότοπου, μπορείτε, στο πλαίσιο της γενικότερης πληροφόρησής… …   Dictionary of Greek

  • σκυλοπόταμος — ο είδος ζώου, η βίδρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»